Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβάλλω
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβελής
συμβησείω
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτής
συμβλητός
συμβοάω
συμβοήθεια
συμβοηθέω
View word page
συμ-βιάζομαι
συμ-βιάζομαιpass.vb of elements in a citybe forced into conformityD.

ShortDef

to be forced together, to be reduced

Debugging

Headword:
συμβιάζομαι
Headword (normalized):
συμβιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμβιαζομαι
IDX:
37689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37690
Key:
συμβιάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>συμ-βιάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-βιάζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of elements in a city</Indic><Tr>be forced into conformity</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμβιάζομαι'}