Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συλλῡ́ω
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβάλλω
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβελής
συμβησείω
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβίωσις
συμβιωτής
συμβλητός
View word page
συμβατός
συμβατόςόνadj neut.impers.w. ἐστίit can fall to the lotw.dat. + inf.of someone, to do sthg.Plb.

ShortDef

liable to happen

Debugging

Headword:
συμβατός
Headword (normalized):
συμβατός
Headword (normalized/stripped):
συμβατος
IDX:
37686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37687
Key:
συμβατός

Data

{'headword_display': '<b>συμβατός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συμβατός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.impers.</GLbl><Indic>w. <Ref>ἐστί</Ref></Indic><Def>it can fall to the lot</Def><Cmpl><GLbl>w.dat. + inf.</GLbl>of someone, to do sthg.<Au>Plb.</Au></Cmpl></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'συμβατός'}