Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συλλοχῑ́της
συλλῡπέω
συλλῡ́ω
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβάλλω
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβελής
συμβησείω
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
συμβιόω
συμβίωσις
View word page
συμβατήριος
συμβατήριοςξυμ-ονadj relating to agreementof a proposaloffering peace termsTh.

ShortDef

tending to agreement, conciliatory

Debugging

Headword:
συμβατήριος
Headword (normalized):
συμβατήριος
Headword (normalized/stripped):
συμβατηριος
IDX:
37684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37685
Key:
συμβατήριος

Data

{'headword_display': '<b>συμβατήριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συμβατήριος<VL><FmHL>ξυμ-</FmHL></VL></HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>relating to agreement</Def><aS2><Indic>of a proposal</Indic><Tr>offering peace terms</Tr><Au>Th.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'συμβατήριος'}