Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συλλούομαι
συλλοχίζω
συλλοχῑ́της
συλλῡπέω
συλλῡ́ω
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβάλλω
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβελής
συμβησείω
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
συμβιβαστικός
σύμβιος
View word page
συμ-βασιλεύω
συμ-βασιλεύωvb share kingshipusu. w.dat.w. someonePlb. Plu.

ShortDef

to rule

Debugging

Headword:
συμβασιλεύω
Headword (normalized):
συμβασιλεύω
Headword (normalized/stripped):
συμβασιλευω
IDX:
37682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37683
Key:
συμβασιλεύω

Data

{'headword_display': '<b>συμ-βασιλεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συμ-βασιλεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>share kingship<Expl>usu. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συμβασιλεύω'}