Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
συλλοχῑ́της
συλλῡπέω
συλλῡ́ω
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβάλλω
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατήριος
συμβατικός
συμβατός
συμβελής
συμβησείω
συμβιάζομαι
συμβιβάζω
View word page
σύμ-βακχος
σύμ-βακχοςουmasc.fem.adjβάχκοςβάχκη of Cassandrasharing inspirationw.dat.w. godsE.

ShortDef

joining in Bacchic revelry

Debugging

Headword:
σύμβακχος
Headword (normalized):
σύμβακχος
Headword (normalized/stripped):
συμβακχος
IDX:
37680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37681
Key:
σύμβακχος

Data

{'headword_display': '<b>σύμ-βακχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύμ-βακχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>βάχκος</Ref><Ref>βάχκη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Cassandra</Indic><Tr>sharing inspiration<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. gods</Expl></Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σύμβακχος'}