Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συλλήπτωρ
σύλληψις
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
συλλοχῑ́της
συλλῡπέω
συλλῡ́ω
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
συμβάλλω
συμβασιλεύω
σύμβασις
συμβατήριος
View word page
συλ-λοχῑ́της
συλ-λοχῑ́τηςεωIon.m soldier of the same companyHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συλλοχῑ́της
Headword (normalized):
συλλοχῑ́της
Headword (normalized/stripped):
συλλοχιτης
IDX:
37674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37675
Key:
συλλοχῑ́της

Data

{'headword_display': '<b>συλ-λοχῑ́της</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συλ-λοχῑ́της</HL><Infl>εω</Infl><PS>Ion.m</PS></HG> <nS1><Tr>soldier of the same company</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συλλοχῑ́της'}