Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συλλέγω
σύλλεκτρος
συλλήβδην
σύλληξις
συλλήπτωρ
σύλληψις
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
συλλοχῑ́της
συλλῡπέω
συλλῡ́ω
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
σύμβακχος
View word page
συλλογιστικός
συλλογιστικόςή όνadj of principlesof syllogistic reasoningArist. συλλογιστικῶςadv syllogisticallyArist.

ShortDef

inferential, syllogistic

Debugging

Headword:
συλλογιστικός
Headword (normalized):
συλλογιστικός
Headword (normalized/stripped):
συλλογιστικος
IDX:
37670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37671
Key:
συλλογιστικός

Data

{'headword_display': '<b>συλλογιστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συλλογιστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of principles</Indic><Tr>of syllogistic reasoning</Tr><Au>Arist.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>συλλογιστικῶς</HL><PS>adv</PS></vHG> <advS1><Tr>syllogistically</Tr><Au>Arist.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'συλλογιστικός'}