Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Συλλᾱ́νιος
συλλέγω
σύλλεκτρος
συλλήβδην
σύλληξις
συλλήπτωρ
σύλληψις
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
συλλοχῑ́της
συλλῡπέω
συλλῡ́ω
σῦμα
συμβαίνω
συμβακχεύω
View word page
συλλογιστέος
συλλογιστέοςᾱ ονvbl.adj of a conceptto be inferredas being the cause of sthg.Pl.

ShortDef

to be concluded

Debugging

Headword:
συλλογιστέος
Headword (normalized):
συλλογιστέος
Headword (normalized/stripped):
συλλογιστεος
IDX:
37669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37670
Key:
συλλογιστέος

Data

{'headword_display': '<b>συλλογιστέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συλλογιστέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a concept</Indic><Tr>to be inferred<Expl>as being the cause of sthg.</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'συλλογιστέος'}