Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συλλαμβάνω
Συλλᾱ́νιος
συλλέγω
σύλλεκτρος
συλλήβδην
σύλληξις
συλλήπτωρ
σύλληψις
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
συλλοχῑ́της
συλλῡπέω
συλλῡ́ω
σῦμα
συμβαίνω
View word page
συλλογισμός
συλλογισμόςοῦm forming of a conclusion, process of reasoningPl. Plb.conclusion, inferenceArist. Plb. Plu.log.a kind of deductive argumentin which a conclusion is drawn fr. two premisessyllogismArist.

ShortDef

computation

Debugging

Headword:
συλλογισμός
Headword (normalized):
συλλογισμός
Headword (normalized/stripped):
συλλογισμος
IDX:
37668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37669
Key:
συλλογισμός

Data

{'headword_display': '<b>συλλογισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συλλογισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>forming of a conclusion, process of reasoning</Tr><Au>Pl. Plb.</Au></nS1><nS1><Tr>conclusion, inference</Tr><Au>Arist. Plb. Plu.</Au></nS1><nS1><Indic>log.</Indic><Def>a kind of deductive argument<Expl>in which a conclusion is drawn fr. two premises</Expl></Def><Tr>syllogism</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συλλογισμός'}