Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σῡ́λησις
σῡλήτωρ
συλλαβή
συλλαγχάνω
συλλαλέω
συλλαμβάνω
Συλλᾱ́νιος
συλλέγω
σύλλεκτρος
συλλήβδην
σύλληξις
συλλήπτωρ
σύλληψις
συλλογή
συλλογίζομαι
συλλογισμός
συλλογιστέος
συλλογιστικός
σύλλογος
συλλούομαι
συλλοχίζω
View word page
σύλληξις
σύλληξιςεωςfσυλλαγχάνω pairing by lotof husbands and wives, boxersPl.

ShortDef

joining together by lot

Debugging

Headword:
σύλληξις
Headword (normalized):
σύλληξις
Headword (normalized/stripped):
συλληξις
IDX:
37663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37664
Key:
σύλληξις

Data

{'headword_display': '<b>σύλληξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύλληξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συλλαγχάνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>pairing by lot<Expl>of husbands and wives, boxers</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σύλληξις'}