Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σῡκῆ
σῡκίδιον
σῡ́κινος
σῡκίς
σῡκολογέω
σῡκομορέᾱ
σῦκον
σῡκοπέδῑλος
σῡκοτραγέω
σῡκοφαντέω
σῡκοφάντημα
σῡκοφάντης
σῡκοφαντίᾱ
σῡκοφαντίᾱς
σῡκοφαντικός
σῡκοφάντρια
σῡλάω
σῡλέομαι
σῡλεύω
σῡ́λη
σῡ́λησις
View word page
σῡκοφάντημα
σῡκοφάντημαατοςn malicious accusation, slanderAeschin. D. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σῡκοφάντημα
Headword (normalized):
σῡκοφάντημα
Headword (normalized/stripped):
συκοφαντημα
IDX:
37643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37644
Key:
σῡκοφάντημα

Data

{'headword_display': '<b>σῡκοφάντημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σῡκοφάντημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>malicious accusation, slander</Tr><Au>Aeschin. D. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σῡκοφάντημα'}