Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύγχυσις
συγχωνεύω
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
σύδην
σύειος
συζεύγνῡμι
σύζευξις
συζητέω
συζυγέω
συζυγίᾱ
συζύγιος
σύζυγος
σύζυξ
σύζωμα
συζώννῡμι
συζώω
συθείς
σῡκάζω
σῡκάμῑνον
View word page
συ-ζυγέω
συ-ζυγέωcontr.vbζυγόν of cavalrystay together in rankPlb.

ShortDef

draw together in a yoke, to be yoke-fellows

Debugging

Headword:
συζυγέω
Headword (normalized):
συζυγέω
Headword (normalized/stripped):
συζυγεω
IDX:
37621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37622
Key:
συζυγέω

Data

{'headword_display': '<b>συ-ζυγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συ-ζυγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ζυγόν</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of cavalry</Indic><Tr>stay together in rank</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συζυγέω'}