Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγχορηγός
σύγχορτος
συγχόω
συγχράομαι
σύγχρους
συγχύννω
σύγχυσις
συγχωνεύω
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
σύδην
σύειος
συζεύγνῡμι
σύζευξις
συζητέω
συζυγέω
συζυγίᾱ
συζύγιος
σύζυγος
σύζυξ
View word page
συγχώρησις
συγχώρησιςεωςf agreement, assentto an argument or propositionPl. Plu.

ShortDef

agreement, consent

Debugging

Headword:
συγχώρησις
Headword (normalized):
συγχώρησις
Headword (normalized/stripped):
συγχωρησις
IDX:
37615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37616
Key:
συγχώρησις

Data

{'headword_display': '<b>συγχώρησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγχώρησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>agreement, assent<Expl>to an argument or proposition</Expl></Tr><Au>Pl. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγχώρησις'}