Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχόω
συγχράομαι
σύγχρους
συγχύννω
σύγχυσις
συγχωνεύω
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
σύδην
σύειος
συζεύγνῡμι
σύζευξις
συζητέω
συζυγέω
συζυγίᾱ
συζύγιος
σύζυγος
View word page
συγχώρημα
συγχώρημαατοςn formal allowance or permissionconcessionPlb. Plu.

ShortDef

a concession

Debugging

Headword:
συγχώρημα
Headword (normalized):
συγχώρημα
Headword (normalized/stripped):
συγχωρημα
IDX:
37614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37615
Key:
συγχώρημα

Data

{'headword_display': '<b>συγχώρημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγχώρημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>formal allowance or permission</Def><Tr>concession</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγχώρημα'}