Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχόω
συγχράομαι
σύγχρους
συγχύννω
σύγχυσις
συγχωνεύω
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
σύδην
σύειος
συζεύγνῡμι
σύζευξις
συζητέω
συζυγέω
συζυγίᾱ
View word page
συγ-χωνεύω
συγ-χωνεύωvbχοανεύω melt downobjects of gold or bronzeLycurg. D. pass.of goldbe melted downPlu.

ShortDef

to melt down

Debugging

Headword:
συγχωνεύω
Headword (normalized):
συγχωνεύω
Headword (normalized/stripped):
συγχωνευω
IDX:
37612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37613
Key:
συγχωνεύω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-χωνεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ-χωνεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>χοανεύω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>melt down</Tr><Obj>objects of gold or bronze<Au>Lycurg. D.</Au></Obj> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of gold</Indic><Def>be melted down</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συγχωνεύω'}