Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύγκωμος
συγχαίρω
συγχειμάζομαι
συγχειρίζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχλιδάω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχόω
συγχράομαι
σύγχρους
συγχύννω
σύγχυσις
συγχωνεύω
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
View word page
συγ-χορηγός
συγ-χορηγόςοῦm one who shares in defraying expensescontributor to one's costsD.

ShortDef

a fellow-choragus

Debugging

Headword:
συγχορηγός
Headword (normalized):
συγχορηγός
Headword (normalized/stripped):
συγχορηγος
IDX:
37605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37606
Key:
συγχορηγός

Data

{'headword_display': '<b>συγ-χορηγός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>συγ-χορηγός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <aS1><Def>one who shares in defraying expenses</Def><Tr>contributor to one's costs</Tr><Au>D.</Au></aS1></AE>", 'key': 'συγχορηγός'}