Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγχαίρω
συγχειμάζομαι
συγχειρίζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχλιδάω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχόω
συγχράομαι
σύγχρους
συγχύννω
σύγχυσις
συγχωνεύω
συγχωρέω
View word page
συγ-χορεύω
συγ-χορεύωvb join in a danceAr. specif.be a member of a chorusArist.

ShortDef

to join in the dance

Debugging

Headword:
συγχορεύω
Headword (normalized):
συγχορεύω
Headword (normalized/stripped):
συγχορευω
IDX:
37603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37604
Key:
συγχορεύω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-χορεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ-χορεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>join in a dance</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> <vS1><Indic>specif.</Indic><Tr>be a member of a chorus</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγχορεύω'}