Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκυρίᾱ
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγχαίρω
συγχειμάζομαι
συγχειρίζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχλιδάω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχόω
συγχράομαι
σύγχρους
συγχύννω
σύγχυσις
συγχωνεύω
View word page
συγχορευτής
συγχορευτήςοῦmσυγχορεύω fellow dancer, dancing partnerPl. X.

ShortDef

a companion in a dance

Debugging

Headword:
συγχορευτής
Headword (normalized):
συγχορευτής
Headword (normalized/stripped):
συγχορευτης
IDX:
37602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37603
Key:
συγχορευτής

Data

{'headword_display': '<b>συγχορευτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγχορευτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>συγχορεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>fellow dancer, dancing partner</Tr><Au>Pl. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγχορευτής'}