Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρίᾱ
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγχαίρω
συγχειμάζομαι
συγχειρίζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχλιδάω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχόω
συγχράομαι
σύγχρους
View word page
συγ-χειρουργέω
συγ-χειρουργέωcontr.vb lend a hand in performingsacrificesIs.

ShortDef

to put hand to

Debugging

Headword:
συγχειρουργέω
Headword (normalized):
συγχειρουργέω
Headword (normalized/stripped):
συγχειρουργεω
IDX:
37599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37600
Key:
συγχειρουργέω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-χειρουργέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ-χειρουργέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>lend a hand in performing</Tr><Obj>sacrifices<Au>Is.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγχειρουργέω'}