Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρίᾱ
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγχαίρω
συγχειμάζομαι
συγχειρίζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχλιδάω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχόω
συγχράομαι
View word page
συγ-χειρίζω
συγ-χειρίζωvb assistw.dat.someonein managinga kingdomPlb.

ShortDef

administer along with

Debugging

Headword:
συγχειρίζω
Headword (normalized):
συγχειρίζω
Headword (normalized/stripped):
συγχειριζω
IDX:
37598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37599
Key:
συγχειρίζω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-χειρίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ-χειρίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>assist<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>in managing</Tr><Obj>a kingdom<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγχειρίζω'}