Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκυνηγέω
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρίᾱ
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγχαίρω
συγχειμάζομαι
συγχειρίζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχλιδάω
συγχορευτής
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορτος
συγχόω
View word page
συγ-χειμάζομαι
συγ-χειμάζομαιmid.vb of shoesgo through the winter togetherw. their wearerAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγχειμάζομαι
Headword (normalized):
συγχειμάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγχειμαζομαι
IDX:
37597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37598
Key:
συγχειμάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-χειμάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ-χειμάζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of shoes</Indic><Tr>go through the winter together<Expl>w. their wearer</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγχειμάζομαι'}