Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκυκλέω
συγκύνᾱγος
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρίᾱ
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγχαίρω
συγχειμάζομαι
συγχειρίζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχλιδάω
συγχορευτής
συγχορεύω
View word page
σύγ-κωλος
σύγ-κωλοςονadjκῶλον with limbs togetherof a dog's legsclose togetherX.

ShortDef

with limbs close together

Debugging

Headword:
σύγκωλος
Headword (normalized):
σύγκωλος
Headword (normalized/stripped):
συγκωλος
IDX:
37593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37594
Key:
σύγκωλος

Data

{'headword_display': '<b>σύγ-κωλος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>σύγ-κωλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κῶλον</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>with limbs together</Def><aS2><Indic>of a dog's legs</Indic><Tr>close together</Tr><Au>X.</Au></aS2></aS1></AE>", 'key': 'σύγκωλος'}