Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκύνᾱγος
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρίᾱ
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγχαίρω
συγχειμάζομαι
συγχειρίζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχλιδάω
συγχορευτής
View word page
συγκυρίᾱ
συγκυρίᾱᾱςf coincidenceNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκυρίᾱ
Headword (normalized):
συγκυρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
συγκυρια
IDX:
37592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37593
Key:
συγκυρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>συγκυρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγκυρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>coincidence</Tr><Au>NT.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'συγκυρίᾱ'}