Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκύνᾱγος
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρίᾱ
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγχαίρω
συγχειμάζομαι
συγχειρίζω
συγχειρουργέω
συγχέω
συγχλιδάω
View word page
συγκύρησις
συγκύρησιςεωςf coincidence, accidentPlb.

ShortDef

concurrence, coincidence

Debugging

Headword:
συγκύρησις
Headword (normalized):
συγκύρησις
Headword (normalized/stripped):
συγκυρησις
IDX:
37591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37592
Key:
συγκύρησις

Data

{'headword_display': '<b>συγκύρησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγκύρησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>coincidence, accident</Tr><Au>Plb.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'συγκύρησις'}