Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκτερεΐζω
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκύνᾱγος
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρίᾱ
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγχαίρω
συγχειμάζομαι
View word page
συγκυνηγέω
συγκυνηγέωcontr.vbσυγκύνᾱγος of peoplehunt togetherArist.

ShortDef

hunt together

Debugging

Headword:
συγκυνηγέω
Headword (normalized):
συγκυνηγέω
Headword (normalized/stripped):
συγκυνηγεω
IDX:
37587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37588
Key:
συγκυνηγέω

Data

{'headword_display': '<b>συγκυνηγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγκυνηγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>συγκύνᾱγος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of people</Indic><Tr>hunt together</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκυνηγέω'}