Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκύνᾱγος
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρίᾱ
σύγκωλος
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγχαίρω
View word page
συγ-κυνηγέτης
συγ-κυνηγέτηςουm fellow huntsmanX. Aeschin. Men.

ShortDef

fellow-hunter

Debugging

Headword:
συγκυνηγέτης
Headword (normalized):
συγκυνηγέτης
Headword (normalized/stripped):
συγκυνηγετης
IDX:
37586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37587
Key:
συγκυνηγέτης

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κυνηγέτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγ-κυνηγέτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>fellow huntsman</Tr><Au>X. Aeschin. Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγκυνηγέτης'}