Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκύνᾱγος
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρίᾱ
σύγκωλος
συγκωμάζω
View word page
συγ-κύνᾱγος
συγ-κύνᾱγοςξυγ-ουdial.m.f alsoσυγκύνηγοςουMen.m.f fellow hunter, hunting companionE. Men.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκύνᾱγος
Headword (normalized):
συγκύνᾱγος
Headword (normalized/stripped):
συγκυναγος
IDX:
37584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37585
Key:
συγκύνᾱγος

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κύνᾱγος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγ-κύνᾱγος<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><Infl>ου</Infl><PS>dial.m.f</PS> <HG2><Lbl>also</Lbl><HL2>συγκύνηγος</HL2><Infl>ου<Au>Men.</Au></Infl><PS>m.f</PS></HG2></HG> <nS1><Tr>fellow hunter, hunting companion</Tr><Au>E. Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγκύνᾱγος'}