Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρουσμός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκύνᾱγος
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
View word page
συγ-κυβεύω
συγ-κυβεύωvb of personsplay dice togetherArist.of a personw.dat.w. someoneHdt. Plu.

ShortDef

to play at dice with

Debugging

Headword:
συγκυβεύω
Headword (normalized):
συγκυβεύω
Headword (normalized/stripped):
συγκυβευω
IDX:
37581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37582
Key:
συγκυβεύω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κυβεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ-κυβεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of persons</Indic><Tr>play dice together</Tr><Au>Arist.</Au><vS2><Indic>of a person</Indic><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Hdt. Plu.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκυβεύω'}