Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύγκριτος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρουσμός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκύνᾱγος
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
View word page
συγκυβευτής
συγκυβευτήςοῦmσυγκυβεύω dicing-companion, fellow gamblerAeschin.

ShortDef

a fellow-gamester

Debugging

Headword:
συγκυβευτής
Headword (normalized):
συγκυβευτής
Headword (normalized/stripped):
συγκυβευτης
IDX:
37580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37581
Key:
συγκυβευτής

Data

{'headword_display': '<b>συγκυβευτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγκυβευτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>συγκυβεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>dicing-companion, fellow gambler</Tr><Au>Aeschin.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγκυβευτής'}