Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύγκρισις
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρουσμός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκύνᾱγος
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκύπτω
View word page
συγ-κτίζω
συγ-κτίζωξυγ-vb helpw.dat.someoneto foundcolonisea placeHdt. Th.

ShortDef

to join with someone in founding or colonizing

Debugging

Headword:
συγκτίζω
Headword (normalized):
συγκτίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκτιζω
IDX:
37578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37579
Key:
συγκτίζω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κτίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ-κτίζω<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>help<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to found<or/>colonise</Tr><Obj>a place<Au>Hdt. Th.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκτίζω'}