Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκρημνίζομαι
συγκρῑ́νω
σύγκρισις
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρουσμός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκύνᾱγος
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
View word page
συγ-κτάομαι
συγ-κτάομαιξυγ-mid.contr.vb helpw.dat.someoneto gainan objective, territoryTh. of a group of peopleacquireall the landArist.

ShortDef

to win

Debugging

Headword:
συγκτάομαι
Headword (normalized):
συγκτάομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκταομαι
IDX:
37576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37577
Key:
συγκτάομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κτάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ-κτάομαι<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>help<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to gain</Tr><Obj>an objective, territory<Au>Th.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>of a group of people</Indic><Tr>acquire</Tr><Obj>all the land<Au>Arist.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκτάομαι'}