Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύγκρᾱτος
συγκρημνίζομαι
συγκρῑ́νω
σύγκρισις
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρουσμός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκύνᾱγος
συγκυνηγετέω
View word page
συγ-κρύπτω
συγ-κρύπτωvb of persons or thingshelpsts. w.dat.someoneto concealfacts, feelings, defects, crimesE. Att.orats. X. Men. Plu.intr.Antipho

ShortDef

to cover up

Debugging

Headword:
συγκρύπτω
Headword (normalized):
συγκρύπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκρυπτω
IDX:
37575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37576
Key:
συγκρύπτω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κρύπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ-κρύπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of persons or things</Indic><Tr>help<Prnth>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to conceal</Tr><Obj>facts, feelings, defects, crimes<Au>E. Att.orats. X. Men. Plu.</Au></Obj><vS2><Indic>intr.</Indic><Au>Antipho</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκρύπτω'}