Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκόπτω
συγκορυβαντιάω
συγκοσμέω
σύγκρᾱσις
συγκρᾱτέον
σύγκρᾱτος
συγκρημνίζομαι
συγκρῑ́νω
σύγκρισις
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρουσμός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
συγκτίζω
συγκτίστης
συγκυβευτής
View word page
σύγκριτος
σύγκριτοςονadj of a personcomparablew.dat.to someonePlb.

ShortDef

compact, firm

Debugging

Headword:
σύγκριτος
Headword (normalized):
σύγκριτος
Headword (normalized/stripped):
συγκριτος
IDX:
37570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37571
Key:
σύγκριτος

Data

{'headword_display': '<b>σύγκριτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύγκριτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>comparable<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σύγκριτος'}