Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκοπή
συγκόπτω
συγκορυβαντιάω
συγκοσμέω
σύγκρᾱσις
συγκρᾱτέον
σύγκρᾱτος
συγκρημνίζομαι
συγκρῑ́νω
σύγκρισις
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρουσμός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
συγκτίζω
συγκτίστης
View word page
συγκριτικός
συγκριτικόςή όνadj of an art or techniqueof the combining kindopp. διακριτικός of the separative kindPl. Arist.of a dark colourcausing compressionof the stream of sightArist.

ShortDef

of or for compounding, comparative

Debugging

Headword:
συγκριτικός
Headword (normalized):
συγκριτικός
Headword (normalized/stripped):
συγκριτικος
IDX:
37569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37570
Key:
συγκριτικός

Data

{'headword_display': '<b>συγκριτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συγκριτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an art or technique</Indic><Tr>of the combining kind<Expl>opp. <Ref>διακριτικός</Ref> <ital>of the separative kind</ital></Expl></Tr><Au>Pl. Arist.</Au></aS1><aS1><Indic>of a dark colour</Indic><Tr>causing compression<Expl>of the stream of sight</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συγκριτικός'}