Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκόλλως
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκορυβαντιάω
συγκοσμέω
σύγκρᾱσις
συγκρᾱτέον
σύγκρᾱτος
συγκρημνίζομαι
συγκρῑ́νω
σύγκρισις
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρουσμός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
View word page
συγ-κρημνίζομαι
συγκρημνίζομαιpass.vb of troopsbe flung down togetherinto a trenchPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκρημνίζομαι
Headword (normalized):
συγκρημνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκρημνιζομαι
IDX:
37566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37567
Key:
συγκρημνίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κρημνίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κρημνίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of troops</Indic><Tr>be flung down together<Expl>into a trench</Expl></Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκρημνίζομαι'}