Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκολλητής
συγκόλλως
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκορυβαντιάω
συγκοσμέω
σύγκρᾱσις
συγκρᾱτέον
σύγκρᾱτος
συγκρημνίζομαι
συγκρῑ́νω
σύγκρισις
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρουσμός
συγκρούω
συγκρύπτω
View word page
σύγκρᾱτος
σύγκρᾱτοςονadj of a pair of peopleclosely joinedE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύγκρᾱτος
Headword (normalized):
σύγκρᾱτος
Headword (normalized/stripped):
συγκρατος
IDX:
37565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37566
Key:
σύγκρᾱτος

Data

{'headword_display': '<b>σύγκρᾱτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>σύγκρᾱτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a pair of people</Indic><Tr>closely joined</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'σύγκρᾱτος'}