Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκολλάω
συγκολλητής
συγκόλλως
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκορυβαντιάω
συγκοσμέω
σύγκρᾱσις
συγκρᾱτέον
σύγκρᾱτος
συγκρημνίζομαι
συγκρῑ́νω
σύγκρισις
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρουσμός
συγκρούω
View word page
συγκρᾱτέον
συγκρᾱτέονneut.impers.vbl.adj.seeσυγκεράννῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκρᾱτέον
Headword (normalized):
συγκρᾱτέον
Headword (normalized/stripped):
συγκρατεον
IDX:
37564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37565
Key:
συγκρᾱτέον

Data

{'headword_display': '<b>συγκρᾱτέον</b>', 'content': '<XE><RefFm>συγκρᾱτέον<LblR>neut.impers.vbl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>συγκεράννῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συγκρᾱτέον'}