Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκολάζω
συγκολλάω
συγκολλητής
συγκόλλως
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκορυβαντιάω
συγκοσμέω
σύγκρᾱσις
συγκρᾱτέον
σύγκρᾱτος
συγκρημνίζομαι
συγκρῑ́νω
σύγκρισις
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
σύγκρουσις
συγκρουσμός
View word page
σύγκρᾱσις
σύγκρᾱσιςξύγ-εωςfσυγκεράννῡμι mixing together, blending, combiningsts. w.gen.of thingsTh. Pl. Men. Plu.ref. to a personharmonising influencew.gen.on eventsPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύγκρᾱσις
Headword (normalized):
σύγκρᾱσις
Headword (normalized/stripped):
συγκρασις
IDX:
37563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37564
Key:
σύγκρᾱσις

Data

{'headword_display': '<b>σύγκρᾱσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύγκρᾱσις<VL><FmHL>ξύγ-</FmHL></VL></HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συγκεράννῡμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>mixing together, blending, combining<Expl>sts. <GLbl>w.gen.</GLbl>of things</Expl></Tr><Au>Th. Pl. Men. Plu.</Au></nS1><nS1><Indic>ref. to a person</Indic><Tr>harmonising influence<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>on events</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σύγκρᾱσις'}