Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολλάω
συγκολλητής
συγκόλλως
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκορυβαντιάω
συγκοσμέω
σύγκρᾱσις
συγκρᾱτέον
σύγκρᾱτος
συγκρημνίζομαι
συγκρῑ́νω
σύγκρισις
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
σύγκρουσις
View word page
συγ-κοσμέω
συγκοσμέωcontr.vb of soldiershelp to confer honours ontheir commandersX.

ShortDef

to confer honour on, to be an ornament to

Debugging

Headword:
συγκοσμέω
Headword (normalized):
συγκοσμέω
Headword (normalized/stripped):
συγκοσμεω
IDX:
37562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37563
Key:
συγκοσμέω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κοσμέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κοσμέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of soldiers</Indic><Tr>help to confer honours on</Tr><Obj>their commanders<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκοσμέω'}