Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολλάω
συγκολλητής
συγκόλλως
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκορυβαντιάω
συγκοσμέω
σύγκρᾱσις
συγκρᾱτέον
σύγκρᾱτος
συγκρημνίζομαι
συγκρῑ́νω
View word page
συγ-κομιδή
συγκομιδήξυγ-ῆςf collecting togethergathering in, harvestingw.gen.of cropsTh. Isoc. Pl. X. Arist. Plb.harvest, harvest-timePlb. collecting togetherof peoplecrowdingw.prep.phrs.into the city, fr. the countrysideTh.

ShortDef

a gathering in

Debugging

Headword:
συγκομιδή
Headword (normalized):
συγκομιδή
Headword (normalized/stripped):
συγκομιδη
IDX:
37557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37558
Key:
συγκομιδή

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κομιδή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγ<hyph/>κομιδή<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>collecting together</Def><Tr>gathering in, harvesting<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of crops</Expl></Tr><Au>Th. Isoc. Pl. X. Arist. Plb.</Au><nS2><Tr>harvest, harvest-time</Tr><Au>Plb.</Au></nS2></nS1> <nS1><Def>collecting together<Expl>of people</Expl></Def><nS2><Tr>crowding<Expl><GLbl>w.prep.phrs.</GLbl>into the city, fr. the countryside</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'συγκομιδή'}