Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολλάω
συγκολλητής
συγκόλλως
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκορυβαντιάω
συγκοσμέω
σύγκρᾱσις
συγκρᾱτέον
σύγκρᾱτος
συγκρημνίζομαι
View word page
συγκόλλως
συγκόλλωςadvin a way that creates coherencein harmony, in agreementw.dat.w. someoneref. to speakingA.of a dream portent, w. ἔχεινbe in harmonyw. known factsA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκόλλως
Headword (normalized):
συγκόλλως
Headword (normalized/stripped):
συγκολλως
IDX:
37556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37557
Key:
συγκόλλως

Data

{'headword_display': '<b>συγκόλλως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>συγκόλλως</HL><PS>adv</PS></vHG><advS1><Def>in a way that creates coherence</Def><advS2><Tr>in harmony, in agreement<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><ModVb>ref. to speaking<Au>A.</Au></ModVb></advS2></advS1><advS1><Phr><Indic>of a dream portent, w. <Ref>ἔχειν</Ref></Indic><TrPhr>be in harmony<Expl>w. known facts</Expl></TrPhr><Au>A.</Au></Phr></advS1></AdvE>', 'key': 'συγκόλλως'}