Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκλυσμός
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολλάω
συγκολλητής
συγκόλλως
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκορυβαντιάω
συγκοσμέω
σύγκρᾱσις
συγκρᾱτέον
σύγκρᾱτος
View word page
συγκολλητής
συγκολλητήςοῦm one who glues togetherfabricatorw.gen.of liesAr.

ShortDef

one who glues together, a fabricator

Debugging

Headword:
συγκολλητής
Headword (normalized):
συγκολλητής
Headword (normalized/stripped):
συγκολλητης
IDX:
37555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37556
Key:
συγκολλητής

Data

{'headword_display': '<b>συγκολλητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγκολλητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who glues together</Def><nS2><Tr>fabricator<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of lies</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'συγκολλητής'}