Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολλάω
συγκολλητής
συγκόλλως
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκορυβαντιάω
συγκοσμέω
σύγκρᾱσις
συγκρᾱτέον
View word page
συγ-κολλάω
συγκολλάωcontr.vb glue togetherof a divine creatorstick togethernatural elementsPl.of a writerliterary leftoversPl. of litigious personscobble togetherfabricatelawsuitsAr.

ShortDef

to glue

Debugging

Headword:
συγκολλάω
Headword (normalized):
συγκολλάω
Headword (normalized/stripped):
συγκολλαω
IDX:
37554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37555
Key:
συγκολλάω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κολλάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κολλάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>glue together</Def><vS2><Indic>of a divine creator</Indic><Tr>stick together</Tr><Obj>natural elements<Au>Pl.</Au></Obj></vS2><vS2><Indic>of a writer</Indic><Obj>literary leftovers<Au>Pl.</Au></Obj></vS2> </vS1> <vS1><Indic>of litigious persons</Indic><Def>cobble together</Def><Tr>fabricate</Tr><Obj>lawsuits<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκολλάω'}