Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκλονέω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολλάω
συγκολλητής
συγκόλλως
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκορυβαντιάω
συγκοσμέω
σύγκρᾱσις
View word page
συγ-κολάζω
συγκολάζωvb helpw.dat.someoneto exact punishmentPl.

ShortDef

help in chastising

Debugging

Headword:
συγκολάζω
Headword (normalized):
συγκολάζω
Headword (normalized/stripped):
συγκολαζω
IDX:
37553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37554
Key:
συγκολάζω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κολάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κολάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to exact punishment</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκολάζω'}