Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύγκλισις
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολλάω
συγκολλητής
συγκόλλως
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκορυβαντιάω
συγκοσμέω
View word page
σύγ-κοιτος
σύγκοιτοςουmκοίτη appos.w. ὕπνος sleepbedfellowPi.

ShortDef

a bedfellow, partner

Debugging

Headword:
σύγκοιτος
Headword (normalized):
σύγκοιτος
Headword (normalized/stripped):
συγκοιτος
IDX:
37552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37553
Key:
σύγκοιτος

Data

{'headword_display': '<b>σύγ-κοιτος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>σύγ<hyph/>κοιτος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κοίτη</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>appos.w. <Ref>ὕπνος</Ref> <ital>sleep</ital></Indic><Tr>bedfellow</Tr><Au>Pi.</Au></nS1></NE>', 'key': 'σύγκοιτος'}