Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκλῑ́νω
σύγκλισις
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολλάω
συγκολλητής
συγκόλλως
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
συγκορυβαντιάω
View word page
συγ-κοινωνέω
συγ-κοινωνέωcontr.vb have a sharew.gen.in someone's reputationD.

ShortDef

to have a joint share of

Debugging

Headword:
συγκοινωνέω
Headword (normalized):
συγκοινωνέω
Headword (normalized/stripped):
συγκοινωνεω
IDX:
37551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37552
Key:
συγκοινωνέω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κοινωνέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συγ-κοινωνέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>have a share</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>in someone's reputation<Au>D.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'συγκοινωνέω'}