Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκλινίᾱ
συγκλῑ́νω
σύγκλισις
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολλάω
συγκολλητής
συγκόλλως
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
συγκόπτω
View word page
συγ-κοινόομαι
συγκοινόομαιξυγ-mid.contr.vb shareactivities and risksw.dat.w. someoneTh.discusssthg.w.dat.w. one anotherMen.dub.

ShortDef

to communicate, impart

Debugging

Headword:
συγκοινόομαι
Headword (normalized):
συγκοινόομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκοινοομαι
IDX:
37550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37551
Key:
συγκοινόομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κοινόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κοινόομαι<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>share</Tr><Cmpl>activities and risks<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl><Au>Th.</Au></Cmpl><vS2><Tr>discuss</Tr><Cmpl>sthg.<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. one another</Expl><Au>Men.<LblR>dub.</LblR></Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκοινόομαι'}