Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκλινής
συγκλινίᾱ
συγκλῑ́νω
σύγκλισις
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολλάω
συγκολλητής
συγκόλλως
συγκομιδή
συγκομίζω
συγκοπή
View word page
συγ-κοιμίζω
συγκοιμίζωξυγ-vb of the Fatesmake to sleep togetherunite in the marriage bedZeusw.dat.w. HeraAr.

ShortDef

to join in wedlock

Debugging

Headword:
συγκοιμίζω
Headword (normalized):
συγκοιμίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκοιμιζω
IDX:
37549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37550
Key:
συγκοιμίζω

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κοιμίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κοιμίζω<VL><FmHL>ξυγ-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of the Fates</Indic><Def>make to sleep together</Def><Tr>unite in the marriage bed</Tr><Cmpl>Zeus<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. Hera</Expl><Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκοιμίζω'}