Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινής
συγκλινίᾱ
συγκλῑ́νω
σύγκλισις
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολλάω
συγκολλητής
συγκόλλως
συγκομιδή
View word page
συγκοίμημα
συγκοίμημαατοςn poet.pl., ref. to a womanbedfellowE.

ShortDef

partner of one's bed

Debugging

Headword:
συγκοίμημα
Headword (normalized):
συγκοίμημα
Headword (normalized/stripped):
συγκοιμημα
IDX:
37547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37548
Key:
συγκοίμημα

Data

{'headword_display': '<b>συγκοίμημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συγκοίμημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>poet.pl., ref. to a woman</Indic><Tr>bedfellow</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συγκοίμημα'}