Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συγκληρόω
συγκλητικός
σύγκλητος
συγκλινής
συγκλινίᾱ
συγκλῑ́νω
σύγκλισις
συγκλονέω
σύγκλυς
συγκλυσμός
συγκοιμάομαι
συγκοίμημα
συγκοίμησις
συγκοιμίζω
συγκοινόομαι
συγκοινωνέω
σύγκοιτος
συγκολάζω
συγκολλάω
συγκολλητής
συγκόλλως
View word page
συγ-κοιμάομαι
συγκοιμάομαιmid.contr.vb of a man or womansleep togetherw. sexual connot.w.dat.w. someoneHdt. Trag. Plu. fig., of inattentive historiansdoze over, sleep throughw.dat.the events describedPlb.

ShortDef

to sleep with, lie with

Debugging

Headword:
συγκοιμάομαι
Headword (normalized):
συγκοιμάομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκοιμαομαι
IDX:
37546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-37547
Key:
συγκοιμάομαι

Data

{'headword_display': '<b>συγ-κοιμάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συγ<hyph/>κοιμάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a man or woman</Indic><Tr>sleep together<Expl>w. sexual connot.</Expl></Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Hdt. Trag. Plu.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>fig., of inattentive historians</Indic><Tr>doze over, sleep through</Tr><Obj><GLbl>w.dat.</GLbl>the events described<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συγκοιμάομαι'}